Διηγηματικά καρέ

Δημοσιεύτηκε στα Νέα την Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

Μαρία Γαβαλά
Από γυαλί

«Κουαρτέτο», «Αξιοπρέπεια», «Γυρισμός», (το) «Στελάκι», «Απόρριψη και Επούλωση», «Βολτούλες», «Κουβεντούλα», «Από γυαλί» και «Αρμονία». Εννιά λέξεις - τίτλοι των εννιά διηγημάτων της καταξιωμένης κινηματογραφίστριας Μαρίας Γαβαλά. Με έξι μυθιστορήματα στο ενεργητικό της, η Γαβαλά χρησιμοποιεί λέξεις απλές και καθημερινές για να περιγράψει καταστάσεις καθημερινές αλλά δύσκολές, ασφυκτικές μερικές φορές, τις οποίες καλούνται να βιώσουν και να ξεπεράσουν, αν τα καταφέρουν, επίσης καθημερινοί άνθρωποι. Εννιά διηγήματα κοινότοπης μοναδικότητας μέσα από τα οποία αναδεικνύεται η σκληρότητα της ζωής και η ικανότητα αυτής να μας ανταμείβει (ενίοτε έστω) με τον πιο αναπάντεχο και παράλληλα απλό τρόπο.

Στον παλμό των αδύναμων

Από την Μ. Θεοδοσοπούλου
Ελευθεροτυπία, "Βιβλιοθήκη", τχ. 666, 30.7.2011

Μαρία Γαβαλά
Από γυαλί
εκδόσεις Κέδρος

Η Μαρία Γαβαλά συνεχίζει να εκπλήσσει, καθώς περνάει από τη μια καλλιτεχνική έκφραση στην άλλη. Ως σεναριογράφος και σκηνοθέτις, δοκιμάζεται, κοντά μία δεκαπενταετία, σε ντοκιμαντέρ, τηλεοπτικές σειρές, μικρού μήκους ταινίες και τρεις μεγάλου μήκους. Παρά τις βραβεύσεις και την καλή υποδοχή από κριτική και κοινό, εγκαταλείπει τον χώρο του κινηματογράφου και ύστερα από ένα διάστημα σιωπής, μεταπηδά στη λογοτεχνία. Εμφανίζεται ως μυθιστοριογράφος, με σταθερό ρυθμό έκδοσης, κάθε δυο-τρία χρόνια, πολιορκώντας παραπλήσιους με τις ταινίες της θεματικούς πυρήνες. Στο στόχαστρο βρίσκονται οι ανθρώπινες σχέσεις, προπαντός οι ερωτικές, έτσι όπως ανθούν, προσαρμόζονται και φθείρονται. Ο απολογισμός είναι έξι μυθιστορήματα εντός μίας δεκαπενταετίας. Ως έναν βαθμό, ομότροπα μεταξύ τους, με το τελευταίο, Τα κορίτσια της πλατείας, να παίρνει τη μορφή παρωδίας αστυνομικού, το οποίο εκτυλίσσεται στην Αθήνα τις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων. Εδώ, ιδιόρρυθμοι τύποι τρέχουν γύρω από ερωτευμένα κορίτσια, με σκηνικό χώρο μια πλατεία στην καρδιά της πόλης, όπου συμβαίνουν τα πιο απίθανα περιστατικά. Ως μυθιστορηματική σύνθεση δίνει την εντύπωση ότι είναι έτοιμη να γυριστεί σε ταινία. Αντ' αυτής, ακολουθεί ένα πεντάχρονο διάλειμμα.
Εφέτος, η Γαβαλά επανέρχεται με μια συλλογή διηγημάτων, για την οποία δεν μας προϊδέαζε η μέχρι σήμερα συγγραφική της πορεία. Στις καινούριες ιστορίες ο έρωτας, σε όλες του τις εκφάνσεις, απουσιάζει, όπως λείπουν και τα ζεύγη γυναικών που πρωταγωνιστούν στις ταινίες και τα μυθιστορήματά της. Η συγγραφέας φαίνεται να μη θηρεύει πλέον το εξαιρετικό. Ούτε ιδιόρρυθμους τύπους πλάθει ούτε παράξενα περιστατικά σκηνοθετεί. Πιστεύουμε ότι αυτό συνιστά μια πρώτη ένδειξη μεγαλύτερης ωριμότητας. Το στίγμα του καινούριου βιβλίου το δίνει η ίδια σε ένα από τα διηγήματα. Εννέα συνολικά τα διηγήματα της συλλογής, στα τρία η αφηγήτρια εμφανίζεται ως συγγραφέας. Σε ένα από αυτά, εμπλέκει τον εκδότη της, δίνοντας μία από τις λιγοστές μυθοπλαστικές εκδοχές γύρω από τις σχέσεις συγγραφέα-εκδότη, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια. Η ηρωίδα του διηγήματος υποβάλλει στον εκδότη της, για δεύτερη φορά, μια συλλογή ιστοριών και εκείνος, για δεύτερη φορά, τις απορρίπτει. Κι αυτό, παρ' ότι εκείνη πειθάρχησε, όπως αφήνει να εννοηθεί, στις υποδείξεις του και επέφερε αλλαγές -διορθώσεις τις αποκαλεί- στις ιστορίες της. Πρόκειται, προφανώς, για έναν εκδότη, από εκείνους τους λιγοστούς, που δεν περιορίζονται στην εμπορική πλευρά, αλλά, επιπλέον, έχουν άποψη και περί λογοτεχνίας. Γι' αυτό και επιμένει ότι το βιβλίο της δεν είναι καλό. Προβλέπει, μάλιστα, μετά βεβαιότητας, ότι και οι λοιποί εκδότες θα το απορρίψουν. Σύμφωνα με την αφήγηση, η εν λόγω συγγραφέας δεν στενοχωριέται απλώς, αλλά βιώνει την απόρριψη ως τραύμα. Παρηγοριέται, ωστόσο, διαβάζοντας ότι και ο Τζόυς είχε γνωρίσει την απόρριψη αλλά επέμεινε. Οταν, πάντως, της ζητούν να περιγράψει το απορριφθέν βιβλίο, εξηγεί ότι είναι «ιστορίες σε συνέχειες, στενά δεμένες μεταξύ τους, χωρίς τέλος». Μπορούμε να εικάσουμε ότι ο εκδότης θα επέμεινε οι ιστορίες να είναι «στενά δεμένες μεταξύ του», μήπως και μπορέσει να το προωθήσει, τουλάχιστον ως σπονδυλωτό μυθιστόρημα, αφού το μυθιστόρημα είναι το μοναδικό είδος για το οποίο υπάρχει ακόμη ζήτηση.
Το εν λόγω διήγημα, σε αντιδιαστολή με τα άλλα της συλλογής, διατηρεί έναν ανάλαφρο τόνο αυτοσαρκασμού, καθώς η περιγραφή του βιβλίου της ηρωίδας παραπέμπει πλαγίως στο βιβλίο της ίδιας της Γαβαλά. Μπορεί οι δικές της ιστορίες να μη συνδέονται στενά μεταξύ τους, παρά μόνο χαλαρά, κι αυτό, χάρη στον τόπο που διαδραματίζονται -σύνδεση που, πιθανώς, να προέκυψε κατά τις διορθώσεις, ώστε να δοθεί ο χαρακτήρας του σπονδυλωτού-, ωστόσο πρόκειται, σίγουρα, για ιστορίες χωρίς τέλος. Ακριβέστερα, πρόκειται για ιστορίες χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Πιο συγκεκριμένα, εκκινούν από ένα αυθαίρετο σημείο της ζωής του κεντρικού ήρωα, τον παρακολουθούν για λίγο, χωρίς τις συνήθεις αναδρομές στο παρελθόν του, και τον εγκαταλείπουν, παρ' όλο που δεν έχει δοθεί κάποια οριστική έκβαση σε όσα συμβαίνουν. Σαν ένας αόρατος σκηνοθέτης να είπε CUT, αφήνοντας μετέωρες διαφορετικές εκδοχές.
Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής, η αφηγήτρια, και πάλι μια συγγραφέας -που εδώ παρουσιάζεται ως συνεργάτρια περιοδικού, αφήνοντας αδιευκρίνιστο το είδος του κειμένου που προσπαθεί να γράψει- ύστερα από σειρά αντίξοων περιστατικών, που ανέτρεψαν το ημερήσιο πρόγραμμα εργασίας της, κάνει έναν απολογισμό όσων επωφελών και επιζήμιων της συνέβησαν, καταλήγοντας ότι υπήρξε «ισοστάθμιση θετικών και αρνητικών». Αυτή η «αρμονία», σύμφωνα και με τον τίτλο του διηγήματος, είναι η εντύπωση που δημιουργούν όλες οι ιστορίες του βιβλίου. Παρ' ότι περιγράφονται αδιέξοδες ή και στενόχωρες καταστάσεις, μένει πάντοτε περιθώριο στους ήρωες για αντίσταση, διαγράφοντας μια αισιόδοξη προοπτική.
Ενα κοινό χαρακτηριστικό των διηγημάτων με τα μυθιστορήματα της Γαβαλά είναι η γυναικεία οπτική. Αλλάζουν, ωστόσο, οι ηλικίες των κεντρικών προσώπων. Στις καινούριες ιστορίες παρουσιάζονται τα άκρα του ηλικιακού φάσματος: νέα κορίτσια και ηλικιωμένες. Αντίστοιχα, αλλάζουν οι σχέσεις γύρω από τις οποίες πλέκονται οι ιστορίες, από ερωτικές γίνονται ενδοοικογενειακές. Ετσι όπως συμπαρατάσσονται οι ιστορίες των μεν και των δε, υποβάλλεται η αντιστοιχία ανάμεσα στις δύο ηλικίες. Από τη μια, τα ερωτικά σκιρτήματα, μετά βίας αναγνωρίσιμα, και από την άλλη, η ερωτική διέγερση, ως μη αναμενόμενη έκπληξη. Και στις δύο φάσεις, η σχέση με το άλλο φύλο διαγράφεται ανταγωνιστική. Είτε εκφράζεται παραβγαίνοντας στα παιχνίδια είτε στη συζυγική συνύπαρξη. Οσο για τις επιθυμίες, τόσο των κοριτσιών όσο και των ηλικιωμένων, σκοντάφτουν στο ανίσχυρο της ηλικίας και την εξάρτηση από τους άλλους. Η προνομιούχος σχέση μητέρας-κόρης διαγράφει, από ιστορία σε ιστορία, ολόκληρο το φάσμα, μέχρι την τελική αλλαγή θέσεων, με τη μητέρα να τρέφεται με μπιμπερό. Στα πρόσφατα διηγήματα της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου σκιαγραφείται η ίδια μεταλλαγή, με τη γερόντισσα γαντζωμένη στις κόρες της. Γιατί, πάντοτε, πρόκειται για θηλυκά, καθώς τα αρσενικά εγκαταλείπουν νωρίς την οικογενειακή εστία. Η σχέση, ωστόσο, με τη μητέρα περιγράφεται και σε διηγήματα ανδρών συγγραφέων, όπως στα πρόσφατα του Τάσου Καλούτσα, που δίνει με εξαίρετη ενάργεια τη συναισθηματική εξάρτηση. Τη φροντίδα, όμως, την αναλαμβάνει έμμισθα μια ξένη, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται η αντιμετάθεση ρόλων, που τονίζει τη φθορά.
Οι πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες αποκαλύπτουν την ιδιομορφία των συζυγικών σχέσεων, την οποία συγκαλύπτει συνήθως η καθημερινή ρουτίνα, με αποτέλεσμα να μη γίνεται αντιληπτή. Τα υποκοριστικά -«βολτούλες», «κουβεντούλα»- που επιστρατεύονται ως τίτλοι, καθώς και το εισαγωγικό μέρος των διηγημάτων, προδιαθέτουν για διηγήσεις μάλλον ιλαρών περιστατικών. Η αφήγηση κωλυσιεργεί επιδέξια, μέχρι που ανατρέπει τις προσδοκίες. Στη μία, πίσω από τη φαινομενικά αρμονική συνύπαρξη, κρύβεται ένα καθυστερημένο παιδί. Το ζεύγος έχει βρει ένα modus vivendi, με κυψελίδες ευδαιμονίας, που λειτουργεί προστατευτικά. Στην άλλη, που εκτυλίσσεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στη συζυγική κλίνη, το ζεύγος βιώνει την απώθηση, αλλά και την ανάγκη προσκόλλησης των γεροντικών σωμάτων. Ωστόσο, όλες αυτές οι καταστάσεις, κοριτσιών και ηλικιωμένων, ενέχουν την υποψία ότι μπορεί και να σχηματοποιούνται, καθώς περιγράφονται από τη σκοπιά μιας μεσήλικης, δηλαδή της αφηγήτριας. Δηλώνει, άλλωστε, συγγραφέας και εμπνέεται γενικώς από τους αδυνάτους. Σε μια ιστορία, ένα θηλυπρεπές αγόρι, που δεν έχει ακόμη συνειδητοποιήσει την ιδιαιτερότητά του, έρχεται αντιμέτωπο με τη βία. Σε μια άλλη, σκιαγραφείται ο σημερινός νεόπτωχος. Εχουμε την εντύπωση ότι είναι η πιο ενδιαφέρουσα της συλλογής, καθώς πλάθει, για πρώτη φορά, έναν ανέστιο, που γευματίζει στο ύπαιθρο με τα υπολείμματα της λαϊκής αγοράς, χωρίς να επαιτεί ή να ξεπέφτει σε μικρότητες, διατηρώντας έτσι την αξιοπρέπεια της προγενέστερης ζωής του. Οι ιστορίες, πάντως, στις οποίες υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο, με την ηρωίδα σε ρόλο συγγραφέως, να αφηγείται την υπόθεση και να ακούει τις κρίσεις τρίτων, ίσως να προσφέρονταν για πιο ουσιαστική εκμετάλλευση. Οπως και να έχει, η Γαβαλά κατόρθωσε να γράψει τις καλύτερες ιστορίες της με ένα θέμα, εκ πρώτης όψεως, απρόσφορο. Αυτό επικεντρώνεται στο ελάχιστο και συχνά ανάξιο λόγου της καθημερινότητας των φτωχών, των ανήμπορων και λοιπών αδύναμων. Ισως, το καλό αποτέλεσμα να προέκυψε γιατί κατόρθωσε να αποδώσει την εναγώνια προσπάθεια όλων αυτών να μη «σπάσουν», όπως διατυπώνεται στην ομότιτλη με τη συλλογή ιστορία. *
Πρώτο βραβείο στη Φλωρεντία στο «Πρί έρωτος»

Μια σημαντική διάκριση για τον ελληνικό κινηματογράφο, ήταν το 1ο βραβείο που πήρε η Μαρία Γαβαλά στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Γυναικών της Φλωρεντίας, για την ταινία της «Περί έρωτος». Το διεθνές αυτό Φεστιβάλ έγινε φέτος για έκτη χρονιά υπό την αιγίδα των Υπουργείων Πολιτισμού και Τουρισμού της Ιταλίας και του Δήμου Φλωρεντίας. Εμπνεύστριες και «ψυχή» του, όπως είναι φυσικό, τρεις γυναίκες: η Πάολα Πάολι, η Μαρίζα Ντ’ Αρκάντζελο και η Ρίτα Μόνακο, που διδάσκουν «θεωρία οπτικών μέσων κουλτούρας και πληροφόρησης» στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας και που έχουν ιδρύσει το Ινστιτούτο «Γυναίκα+Εικόνα».
Το «Περί έρωτος» είχε απορριφθεί από την επιτροπή του 23ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. […]
Π.Ρ., Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 22-22 Απριλίου 1984


Με μια ταινία κομμένη από την προκριματική επιτροπή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, την «Περί έρωτος» της Μαρίας Γαβαλά, ο ελληνικός κινηματογράφος βραβεύτηκε (βραβείο ταινίας μικρού μήκους με υπόθεση), στο 6ο Διεθνές Φεστιβάλ Γυναικείου Κινηματογράφου που έληξε προχτές στη Φλωρεντία.
Διάκριση που δόθηκε επίσης στην αυστραλέζικη ταινία «Στάσις» της Τζάκυ Μακ Κίμμι και χειροκροτήθηκε θερμά από το πυκνό κοινό, καθώς η Κάρλα ντε Μίρο, καθηγήτρια της ιστορίας του κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο της Γένοβας, διάβαζε το σκεπτικό της κριτικής επιτροπής: «Η ταινία της Γαβαλά βραβεύεται για την πρωτοτυπία της αφηγηματικής δομής και για την επινόηση μιας γυναικείας προσωπικότητας που αντιμετωπίζει με τρόπο ευθύ τις αντιθέσεις του καιρού της και του φύλου της».
[…]
Φανή Πετραλιά, Τα ΝΈΑ, 5/4/1984







Περί Έρωτος

Άλλη μια ταινία όχι άμεσα καταναλώσιμη σαν τον πασατέμπο αλλά μια διερεύνηση και δοκιμασία των σχέσεων των φύλων στις δύσκολες εποχές μας, μέσα από τους μαιάνδρους του εγώ.
Η Μαρία Γαβαλά, με γόνιμη ήδη θητεία στο φιλμ μικρού μήκους, πετυχαίνει σχεδόν ένα σπάνιο επίτευγμα. Να κοιτάξει την ηρωίδα της Χρυσάνθη συγχρόνως εσωτερικά και εξωτερικά και με μια κινηματογραφική μορφή που διατηρεί τις συνιστώσες του ρεαλισμού, ενώ επιτρέπει τις κάθετες τομές της αφαίρεσης και της συμβολικής.
Η Χρυσάνθη είναι πρώτα απ’ όλα η ίδια η σκηνοθέτις με τις τραυματικές επαφές της με το περιβάλλον, με τον βαθύτατο σύνδεσμο μίσους με την οικογένεια, με την επιζήτηση και την απώθηση της ερωτικής σχέσης, με την ανάγκη για επικοινωνία κι όμως με την βαθύτατη ροπή της προς τη μοναξιά. Τα θεματικά αυτά μοτίβα διαπερνούν κι όλες τις προηγούμενες ταινίες της Γαβαλά, μαζί με την «τυφλή» περιπλάνηση.
Όμως εδώ δικαιώνονται και αντικειμενικά στο πρόσωπο της επαρχιώτισσας φοιτήτριας που έκοψε τους δεσμούς της με το παλιό περιβάλλον της και με τις αξίες του, χωρίς όμως να έχει ενσωματωθεί σε κάποιο καινούργιο τρόπο και στόχο ζωής. Από τη μικροαστική οικογένεια και το ιδανικό της κοινωνικής προκοπής μέσα από τις σπουδές (και το γάμο;), δεν πέρασε έστω στην «ελεύθερη» ζωή της πόλης.
Αντίθετα συμπιέζεται ανάμεσα στα κατάλοιπα του χθες και στον τρόμο της βίας, τρόμο της σεξουαλικής επαφής. Οι «έξοδοί» της προς τον «άλλον», (τη φίλη της, κάποιους άντρες) σημαδεύονται από μια εγγενή τάση αποτυχίας. Γι’ αυτό παρατηρεί το σώμα της, τις ιδιότητές του, τα όργανά του. Τα μεγεθύνει κι αυτά όλα ώσπου φαντάζουν επίσης σαν εκφράσεις βίας και οδύνης, σε μια μαζοχιστική αντιστροφή της ηδονής.
Ξεπερνώντας την υπερβολική μεταφορική γλώσσα των παλιών ταινιών της, που πρόδινε το σχήμα και τη «φιλολογικότητα» του υποστρώματος, η Γαβαλά υλοποιεί το θέμα της με γλώσσα απτή, συγκεκριμένη, όπου η συνέχεια των χρόνων και των χώρων και η έντονη παρουσία των σωμάτων, μεγεθύνει και πείθει, πέρα από τις αναδιπλώσεις και τις αδεξιότητες.
Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, Καθημερινή, 8/2/1983

«Βιασμοί»
[…] Η Γαβαλά, όπως κιόλας τονίσαμε, νιώθοντας περισσότερο σαν σκηνοθέτης και έχοντας αφομοιώσει πολύ όμορφα ένα μεταγκονταρικό στυλ, δείχνει πολύ εύστοχα και πάνω απ’ όλα κινηματογραφικά, με μια σύνθετη λιτότητα, τον πολλαπλό βιασμό της σύγχρονης νέας γυναίκας. Για πρώτη φορά είδαμε μια Αθήνα καθόλου φωτογενή, και μουντή, με τις απρόσωπες πολυκατοικίες να παρεκτοπίζουν τη γυναίκα, ενώ μια συνεχής απειλή αιωρείται στην ατμόσφαιρα. Ειδήσεις για φόνους, ένα πτώμα στη σακούλα, μια εξαιρετική ελλειπτικότητα, μια συνεχής εκκρεμότητα.
Τα ερωτικά υποκατάστατα σκιαγραφούνται μέσα από το λόγο και την εικόνα (πορνό ταινίες) νάχουν μια μόνιμη παρουσία που δηλώνει την τελική έλλειψη τόλμης για επαφή και επικοινωνία ουσίας. Επισημαίνουμε, για μια ακόμη φορά, εκείνη την εκπληκτική «σεκάνς» με το μήλο και την ερωτική κουβέντα, πούναι ένα έξοχο δείγμα για το ελληνικό σινεμά, μετωνυμικά οργανωμένης σεξουαλικής μη ολοκληρωμένης και κωδικοποιημένης επαφής. Μέσα απ’ αυτούς τους αλλοτριωτικούς παράγοντες, η γυναίκα καλείται να βρει την αυτάρκεια και το στίγμα της…
Αλέξης Δερμεντζόγλου, Θεσσαλονίκη, 22/2/83





Το άρωμα της βιολέτας

Η ταινία προβλήθηκε στα φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Βερολίνου (τμήμα «Πανόραμα»), Μπελφόρ, Γυναικείου κινηματογράφου Φλωρεντίας, Φεστιβάλ του Σάο Πάολο κ.ά.

«Το άρωμα της βιολέτας» της Μαρίας Γαβαλά, που είδαμε χθες, μπορεί να θεωρηθεί σαν πρόταση φτωχής ταινίας, μια παραγωγή δηλαδή μικρών οικονομικών προδιαγραφών, που ωστόσο αυτή η πραγματικότητα, οδυνηρή σε άλλες προσπάθειες, πετυχαίνει εδώ να μην έχει κανένα κόστος στο τελικό αποτέλεσμα.
Η κεντρική ηρωίδα στην ταινία της Γαβαλά είναι ένα κορίτσι που καταφεύγει στον πλαστό κόσμο των λαϊκίστικων περιοδικών και ζει ένα ψέμα που η ίδια κατασκευάζει, για να αντέξει τη μιζέρια και τη μοναξιά της. Υπάρχει επίσης η όμορφη «καπάτσα» ξαδέλφη που γνωρίζει να παίζει στο παιχνίδι αυτής της κοινωνίας και αναρριχάται έτσι χωρίς κόστος. Και τέλος, κυριαρχεί η θλιμμένη, μοναχική μορφή του ξαδέλφου τους, που η ερωτική του συμπεριφορά τον εξωθεί στο περιθώριο.
Η ηρωίδα της Γαβαλά είναι ένα κορίτσι της πόλης, ηττημένο εκ των προτέρων. Είναι ακριβώς ένα άτομο χωρίς τις κοινωνικές ικανότητες που απαιτούνται για να κατακτήσει μια «θέση». Αφήνεται έτσι στην αγκαλιά του τρυφερού ηλεκτρολόγου, ενός ανθρώπου τουλάχιστον που την αγαπά.
Η ταινία έχει μια υπόγεια πίκρα, δείχνει μια εσωτερική πτώση. Η διάψευση της ηρωίδας δεν είναι «μοιραία»∙ έχει κοινωνικές αιτίες. Και η Γαβαλά πετυχαίνει να δώσει ένα έργο χαμηλό, απέραντα σεμνό και άμεσο κι αυτή η ήσσονος σημασίας φιλοδοξία της, της δίνει ένα ήθος τόσο χρήσιμο σ’ αυτή την εποχή.
Γιώργος Μπράμος, Αυγή, 5 Οκτωβρίου 1985


Channel no 5. Η Ισμήνη στο Άρωμα της βιολέτας και η Χρυσάνθη από το Περί έρωτος. Η Γαβαλά συνεχίζει να ερευνά τη διάσταση άνδρα-γυναίκας, τον πόθο, τις νευρώσεις και τις ερωτικές αποτυχίες. Οργανώνει με αυστηρή λιτότητα την ταινία, υπονομεύοντας διακριτικά την κλασική αφήγηση, για να φθάσει στον υπαινιγμό και στο διφορούμενο. Ποια από τις ξαδέλφες είναι το θύμα και πόσο αληθινό είναι το άρωμα της βιολέτας;
Η Γαβαλά παρακολουθεί κριτικά την Ισμήνη και αποκαθιστά μια σχέση φιλίας γιατί ξέρει ότι πίσω από την άχαρη Ισμήνη κρύβεται η ανομολόγητη πλευρά του έρωτα, η νευρωτική και πεισματάρικη μα και η τόσο ενδιαφέρουσα. Το σώμα της Ισμήνης δοκιμάζεται συνεχώς. Υπομένει, αιφνιδιάζεται, οργίζεται, εκδικείται. Η Γαβαλά σκηνοθετεί αυτές τις καταστάσεις ζητώντας την ποίηση στην αξία της καθημερινής ζωής, αναδεικνύοντας μια χειρονομία, ένα βλέμμα, σε πρωταγωνιστή και καταλύτη της εξέλιξης.
Άξονας το άρωμα της βιολέτας που κυκλοφορεί ως όνομα σ’ όλη την ταινία, ενώνει και χωρίζει πρόσωπα, για να εμφανισθεί κυριολεκτικά στο τέλος.
Εμπόδιο στην ανάλαφρη αίσθηση που θέλει να αφήσει η ταινία μπαίνουν οι στυλιστικές επιλογές της σκηνοθέτιδος (είσοδος και έξοδος ηθοποιών από το πλάνο, η διάρκειά του ή η εξεζητημένη χρήση του φοντύ-ω-νουάρ) που προσδίδουν μια εγκεφαλικότητα, εξουδετερώνοντας ως ένα βαθμό το διακριτικό άρωμά της.
Χρήστος Β. Μήτσης, περιοδικό Οθόνη, τεύχος 22, Οκτώβριος-Νοέμβριος 85.

Περιοδικά και ζωή.
Το άρωμα της βιολέτας είναι ένα λαϊκό περιοδικό. Η Ισμήνη που το διαβάζει κι η Ντίνα που θα μπει στο τέλος στο εξώφυλλό του είναι δυο ξαδέλφες που ζουν στην Αθήνα, ανόμοιες σαν μια σταγόνα κρύο νερό και μια σταγόνα όμορφο δηλητήριο. Κάποτε η δεύτερη θα παρασύρει την πρώτη σε μια ληστεία: κλέβουν τα χρήματα της γιαγιάς τους, μαζί μ’ έναν ακόμα ξαδελφό τους, σαν αντίδραση στην οικογενειακή αδικία που τους έχει βγάλει στο περιθώριο. Η πράξη τους τις φέρνει αντιμέτωπες με την ηθική και το νόημα του χρήματος κι όλο αυτό το διάστημα οι τροχιές τους έλκονται κι απωθούνται. Η Ισμήνη προχωρώντας στην ενηλικίωση θα κάνει έναν μικροαστικό γάμο ξεπερνώντας τις νευρώσεις της, ενώ η Ντίνα θα καταφέρει να γίνει σταρ της τηλεόρασης. Αυτή πολύ συνοπτικά είναι η ιστορία της πρώτης έγχρωμης και 35 χλ. ταινίας της Μαρίας Γαβαλά, με τη Γιώτα Φέστα (Ισμήνη) και την Μαριτίνα Πάσσαρη (Ντίνα), της πρώτης και μοναδικής καινούριας ελληνικής ταινίας που έχω δει μέχρι στιγμής. Μιας ταινίας που φαινομενικά είναι πολύ απλή και χαμηλότονη, στην πραγματικότητα όμως πολύ περίπλοκη και διφορούμενη. Η ίδια η Μαρία Γαβαλά συνοψίζει την ταινία της σαν «την προσγείωση μιας ρομαντικής κοπέλας από τους μύθους και τα όνειρα στην πραγματικότητα» και την περιγράφει σαν «ποιητική φιξιόν με στοιχεία ρεαλισμού και κοινωνικής κριτικής που συνέχεια απογειώνεται από το ρεαλιστικό και συναντάει μυθοποιημένες καταστάσεις». Μια μυθοπλασία, θα έλεγα εγώ, που από τη στιγμή της σεναριακής σύλληψης θέτει ένα πρόβλημα χαρακτήρων. […]
Η σκηνοθεσία δεν υποστηρίζει καμιά από τις δυο ρεαλιστικές προοπτικές που ανοίγουν τα πρόσωπα, παρακολουθεί απλά δυο μηχανισμούς διαφορετικών γυναικείων συμπεριφορών να μπαίνουν σε κίνηση, βλέποντάς τους από απόσταση κι αρνούμενη να συγκινηθεί από τα δράματα που κρύβει κι ανακυκλώνει η καθημερινότητά τους: πάλη με τις νευρώσεις και τον καταπιεστικό μικροαστικό κλοιό για την Ισμήνη, πάλη με την προκαθορισμένη μιζέρια και βουλιμία για τη ζωή και την επιτυχία για την Ντίνα. Και στην έξοδο της περιπέτειας, που θρυμματίζει αυτήν την καθημερινότητα για λίγο, δεν υπάρχει ο παράδεισος. Αντίθετα από πολλές γυναικείες ταινίες που μυθοποιούν μια γυναικεία απαίτηση του απόλυτου για να δηλώσουν άλλη μια φορά το αίτημα της «χειραφέτησης τώρα», το Άρωμα της βιολέτας μοιάζει να ακολουθεί με αφοπλιστική ειλικρίνεια κι εξαιρετική ψυχραιμία τους κραδασμούς δυο μικροαστικών διαδρομών χωρίς απόλυτες διεκδικήσεις. Και χωρίς διέξοδο; […]
Πέρα από τους χαρακτήρες, τους χαμηλούς τόνους, τους ρυθμούς της εσωτερικής περιπέτειας που οι καλές ερμηνείες φέρνουν στην επιφάνεια, υπάρχει αυτή η πολύ προσωπική τομή στην ηθική κι ο στοχασμός για το χρήμα ως κινητήριου μοχλού ενός αυταρχικού συστήματος. Αλλά γι’ αυτό αξίζει τον κόπο να μιλήσουμε πολύ περισσότερο όταν προβληθεί η ταινία στους κινηματογράφους.
Νίκος Σαββάτης, περιοδικό Τέταρτο, τεύχος 3, Ιούλιος 1985





Το μαγικό γυαλί
Η ταινία προβλήθηκε στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης (1988) και τιμήθηκε με Κρατικό βραβείο ποιότητας την ίδια χρονιά.

Η χαμένη διάσταση της επικοινωνίας
Στη βραδινή προβολή παρουσιάστηκε η ταινία της Μαρίας Γαβαλά Το μαγικό γυαλί. Κι εδώ έχουμε ένα σενάριο με αυτοσχεδιασμούς που προχωρούν και στη σκηνοθεσία αλλά απ’ ό,τι παρατηρούμε και στους δύο εξαιρετικούς ηθοποιούς. Η κ. Γαβαλά και ο Θόδωρος Σούμας που έγραψαν μαζί το σενάριο έχουν υιοθετήσει μια πολύ οργανωμένη λογική. Γνωρίζουν την πορεία, ξέρουν τι θα συνθέσουν και πού θα καταλήξουν. Είναι, λοιπόν, ένα νεαρό και όμορφο ζευγάρι που ζει τα σύγχρονα προβλήματά του, τα αδιέξοδά του, βαριέται αλλά και αγαπιέται.
Το μεγάλο πρόβλημά τους είναι η φαντασίωση. Ουσιαστικά απομακρύνονται εξαιτίας της φαντασίωσης που έρχεται όμως από την έλλειψη επικοινωνίας, από την αφασία, από τη δυσλειτουργία του λόγου.
Η Γαβαλά με ένα έξυπνο χιτσκοκικό εύρημα μας δημιουργεί μια εξαιρετική εκκρεμότητα. Παράλληλα, οι αφομοιωμένες επιδράσεις από τη γαλλική κουλτούρα είναι εμφανείς. Σαφώς το Μαγικό γυαλί παραπέμπει στην Πράσινη αχτίδα του Ερίκ Ρομέρ. Είναι ακόμα ο Τρυφώ κι οι επιδράσεις από το δάσκαλο Χίτσκοκ. Με πολύ καλή διδασκαλία των ηθοποιών, η ταινία ενώ ουσιαστικά καταγράφει καθημερινά, απλά, γεγονότα είναι γοητευτική, ψυχαγωγική και δημιουργεί την αίσθηση ενός επικρεμάμενου συμβάντος. Ως την κατάλληξη που είναι μία μορφή επικοινωνίας, μία επάνοδος στη ζωή της σχέσης, το φιλμ ολοκληρώνει την πορεία του, ενώ η κ. Γαβαλά δείχνει πως πλέον έχει την άνεση να σκηνοθετεί με έναν τρόπο που φαίνεται μεν απλός αλλά καταφέρνει να είναι διεισδυτικός.
Αλέξης Ν. Δερμεντζόγλου, Θεσσαλονίκη, 8/9/1989

Ασυνήθιστη για τα ελληνικά δεδομένα η νέα αυτή ταινία της Μαρίας Γαβαλά με την κομψότητα και τη χάρη της, το σπινθηροβόλο διάλογο, το λεπτό σκηνοθετικό χειρισμό, το αβίαστο παίξιμο της τριάδας των πρωταγωνιστών (Νόνη Ιωαννίδου, Άκης Σακελλαρίου, Σμαράγδα Διαμαντίδου) που φέρνουν αυθόρμητα στη σκέψη, φιλολογικά τον Μαριβώ και κινηματογραφικά τον Ερίκ Ρομέρ (κι ας μην αντέχει τη δεύτερη σύγκριση με τόσο υψηλά πρότυπα). Είναι πάντως χαριτωμένη, ευχάριστη και εύστοχα προβληματισμένη στο θέμα (διαρκές της Γαβαλά) της σχέσης των δύο φύλων, εδώ ιδιαίτερα μέσα στο γάμο που χρειάζεται τέχνη για να επιβιώνει στο χρόνο. […]
Αντώνης Μοσχοβάκης, περιοδικό Πολιτικά θέματα, 21-27 Οκτωβρίου 1989

Αυτό που προτείνει, με έναν άμεσο και δροσερό τρόπο το
«Μαγικό Γυαλί» της Μαρίας Γαβαλά είναι ένα σινεμά που να στηρίζεται σ’ αυτό που είναι κι όχι σ’ αυτό που θυμίζει ή σ’ αυτό που φιλοδοξεί να είναι. Έτσι, χωρίς να φοβάται τον παραλληλισμό με τις ταινίες του Ερίκ Ρομέρ, η Γαβαλά αναπαριστά με άμεσο και δροσερό τρόπο, μερικά «στιγμιότυπα ζωής» από την καθημερινότητα ενός νεαρού ζευγαριού: τα συναισθηματικά τους προβλήματα, τις ανάγκες τους, τα σημεία που «ενώνουν» και αυτά που «χωρίζουν» δύο νέους στην Αθήνα του 1988. […] Με γρήγορους ρυθμούς, φυσικούς διαλόγους (που όμως μερικές φορές γίνονται αφελείς), με καλές ερμηνείες που στηρίζονται στον αυτοσχεδιασμό, το «Μαγικό Γυαλί» είναι μια ενδιαφέρουσα ταινία που αν μη τι άλλο είναι φτιαγμένη από ανθρώπους που κατέχουν σε μεγάλο βαθμό τα εκφραστικά τους μέσα και έχουν προθέσεις ξεκάθαρες: να φτιάξουν μια κωμωδία καταστάσεων και παρεξηγήσεων, μια αισθηματική κομεντί μέσα σε χώρους οικείους και με πρόσωπα καθημερινά. […]
Ν. ΖΑΧ. Αυγή, 17/2/1989





Τι έγραψε ο Τύπος για τα βιβλία της
ΜΑΡΙΑΣ ΓΑΒΑΛΑ
(αποσπάσματα από κριτικές)
Η υπηρέτρια των αγγέλων, Αθήνα, Εστία, 1994. Σελ. 215 ISBN: 960-05-0561-6
Το πρώτο μυθιστόρημα της Μαρίας Γαβαλά, Η Υπηρέτρια των Αγγέλων διηγείται την ιστορία μιας ευαίσθητης γυναίκας που γίνεται υπηρέτρια σ' ένα ξενοδοχείο και στη συνέχεια συγγραφέας. Η Μ. Γαβαλά περιγράφει έναν κόσμο σαπισμένο από την πυρηνική ενέργεια χωρίς να γίνεται στερεοτυπικά διδακτική, παρακολουθεί την επάνοδο του ανθρώπου σε πρωταρχικές ενασχολήσεις και τη προσπάθειά του να αισθανθεί, εκ νέου. Οι εικόνες της είναι από τα πιο στέρεα και γοητευτικά στοιχεία του μυθιστορήματός της, πολύ κινηματογραφικές, ο λόγος της αποφεύγει το μελοδραματισμό, οι "αστυνομικές" διαστάσεις της πλοκής δεν την παραφορτώνουν. Μια πολύ ενδιαφέρουσα πρώτη δουλειά.
Τιτίκα Δημητρούλια
Κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια
Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, Νο 335, 11-5-1994

Το σκηνικό, υποβλητικό και μυστηριώδες: ένα ομιχλώδες τοπίο μετά από πυρηνική έκρηξη και κεντρική σκηνή, το παραλίμνιο "Ξενοδοχείο των Αγγέλων". Βασικό πρόσωπο μια νέα γυναίκα που εργάζεται ως καμαριέρα και αποδεικνύεται όχι μόνο ευσυνείδητη υπάλληλος, αλλά και με καλλιτεχνική φλέβα, καθώς γράφει μικρές λογοτεχνικές ιστορίες που κάθε πρωί τις μοιράζει στους έκπληκτους ενοίκους του ξενοδοχείου. Πρόκειται για το πρώτο μυθιστόρημα της σκηνοθέτιδας Μαρίας Γαβαλά, που καταφέρνει να μεταγγίσει τις αγωνίες και τα οράματά της όχι μόνο στο πανί της οθόνης αλλά, το ίδιο επάξια, και στις λευκές σελίδες του βιβλίου.
Κώστας Ακρίβος
Συγγραφέας
Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, Νο 340, 20-7-1994

Η κυρία του σπιτιού. Αθήνα, Εστία, 1996. Σελ. 327 ISBN: 960-05-0726-0
Βιωματικό υλικό μοιάζει να χειρίζεται, επίσης, η Μαρία Γαβαλά στο δεύτερο μυθιστόρημά της. Η κυρία του σπιτιού. Στο προηγούμενο βιβλίο της (Η υπηρέτρια των αγγέλων) η συγγραφέας και σ κ η ν ο θ έ τ ι ς, χρησιμοποιούσε φαντασιακό υλικό, εμπνευσμένο από το σινεμά, και την σχετική λογοτεχνία. Το πλαίσιο δράσης ήταν "βόρειο", οι ήρωες και οι καταστάσεις το ίδιο. Στην Κυρία του σπιτιού το σκηνικό έχει αλλάξει: ο νεοελληνικός χώρος του τέλους του '50 - και συγκεκριμένα κάποιας κοντινής στην Αθήνα περιφέρειας - κυριαρχεί. Το κεντρικό πρόσωπο είναι και πάλι γυναίκα, αυτή τη φορά κορίτσι, μαθήτρια της τελευταίας τάξης του Γυμνασίου. Κλεισμένη στον εαυτό της, παρακολουθεί τους γονείς της, τους φίλους της οικογένειας, τη ζωή της μικρής κοινότητας και αναπαράγει τα πάντα με το δικό της τρόπο. Η ατμόσφαιρα θυμίζει κάπως Μπέσσυ Σμιθ, η Γαβαλά κατορθώνει να μεταφέρει πειστικά τον μικρόκοσμο όσων παρατηρεί η νεαρή ηρωίδα Ακριβή, η οποία αμφιρρέπει μεταξύ ονειροπόλησης και αποδοχής της άμεσης πραγματικότητας. Παράλληλα περιγράφει, με διεισδυτικό τρόπο, τις ψυχικές διακυμάνσεις της κοπέλας μπροστά στις αποκαλυπτικές πρώτες της εμπειρίες. Η Γαβαλά είναι πολύ ικανή πεζογράφος. Αν μάλιστα αποφάσιζε εξαρχής ποιο β λ έ μ μ α θα υιοθετούσε, του κοριτσιού ή του παντογνώστη αφηγητή, δηλαδή του δικού της, το οποίο επεμβαίνει κάπως αυθαίρετα στην υποκειμενική σχέση της ηρωίδας της με τα πράγματα, τότε θα μιλούσαμε για ένα απολύτως επιτυχημένο μυθιστόρημα…
Τάσος Γουδέλης
Συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας
Περιοδικό ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, Νο. 00, 6-8-1997

[…]Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα για την εφηβεία, τον ανταγωνισμό και την περίεργη αγάπη μάνας - κόρης, της μεταβολής ενός χωριού σε κωμόπολη και για τα χρόνια που τα μίση και τα πάθη των τάξεων και της φυλής μας ήταν ακόμη νωπά.
Ο τρόπος γραφής του - ως είναι φυσικό - κινηματογραφικός. Όταν τελειώνουν οι 327 σελίδες του γνωρίζουμε επακριβώς τα χρώματα της Ακριβής, το περιβόλι του σπιτιού, το οδοντιατρείο της μητέρας, τον ασφυκτικό περίγυρο της ελληνικής επαρχίας στη δεκαετία του '60. Εξάλλου, η συγγραφέας του τη διαθέτει αυτή την ικανότητα. Οι περισσότεροι τη γνωρίζουμε με την ιδιότητα του σκηνοθέτη. Κι ίσως θυμόμαστε το Μαγικό γυαλί, το Περί έρωτος, Το άρωμα της βιολέτας… Διαβάστε αυτό το βιβλίο. Ακόμα και εάν δεν συναντήσετε την πόλη σας, θα ξαναβρείτε στις σελίδες του την εφηβεία σας.
Ελένη Γκίκα
Συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. ΕΘΝΟΣ, 6-4-1997

Ο μυθιστορηματικός κόσμος δεν είναι υποχρεωτικό να είναι εξ ολοκλήρου επινοημένος. Διαβάζοντας το καινούργιο βιβλίο της Μαρίας Γαβαλά, Η κυρία του σπιτιού (εκδ. Εστία, 1996) έχει κανείς την εντύπωση ότι εισχωρεί σ’ ένα χώρο γεμάτο αλήθεια∙ γεγονότα και αισθήματα αποτυπώνουν τις εμπειρίες της νεαρής ηρωίδας, της Ακριβής, τον τρόπο που βιώνει την ενηλικίωσή της μέσα από τον ασφυκτικό κλοιό της οικογένειας και του ευρύτερου περιβάλλοντος σε μια ελληνική μικροκοινωνία τη δεκαετία του ’60. Το μυθιστόρημα, γραμμένο με παρατηρητικότητα, χιούμορ και αισθαντικότητα αναπτύσσει τους αφηγηματικούς του τρόπους ακολουθώντας την παράλληλη διαμόρφωση των χαρακτήρων. Αξίζει ξεχωριστής προσοχής αυτό το βιβλίο.
Ο χαρτοκόπτης, περιοδικό Αντί, 31/1/1997





Παραθαλάσσιο θέρετρο το χειμώνα. Αθήνα, Εστία, 1999. Σελ. 223 ISBN: 960-05-0829-1
[…] Η Μαρία Γαβαλά, αθόρυβα και με αξιέπαινη σεμνότητα, συνεχίζει να υπηρετεί με σταθερά ανοδικά αποτελέσματα, τους δύσκολους τρόπους γραφής και να προτείνει την απόλαυση πιο ουσιαστικών εκδοχών λογοτεχνίας. Τρίτο της μυθιστόρημα το Παραθαλάσσιο θέρετρο το χειμώνα (προηγήθηκαν το Υπηρέτρια των Αγγέλων, 1994 και το Κυρία του σπιτιού, 1996) και η εμμονή της στην ελαχιστοποίηση της εξωτερικής πλοκής σε έναν στοιχειώδη ιστό συμβάντων υπέρ μιας πλούσιας εσωτερικής δράσης και σχολιασμών, που τις χαρακτηρίζουν οι ψυχογραφικές αφηγήσεις και η διαρκής εξπρεσιονιστική φόρτιση χώρων και δρώμενων παραμένει το σταθερό χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής της ταυτότητας […]
Η έξοχη γραφή της Γαβαλά, πυκνή, πλούσια καίρια, αποκαλύπτει - πίσω από την απόλαυση της ανάγνωσης - το χάρισμα αλλά και τον αφειδώλευτο κόπο να υποταχθεί η γλώσσα - καλογυμνασμένη και ευλύγιστη καθώς είναι - στους στόχους του βιβλίου. Αν μπει κανείς στον πειρασμό να αναζητήσει "προγόνους" αυτής της χυμώδους γραφής και των ενήμερων εξπρεσιονιστικών της τρόπων, θα ατυχήσει. Οι εμπειρίες και οι "καταγωγές" μοιάζουν με την καλά χωνεμένη λίπανση στο από τα πριν εύφορο έδαφος από όπου φυτρώνει το δικό της λογοτεχνικό δέντρο.

Δημήτρης Χαρίτος
Ποιητής, κριτικός κιν/φου
Περιοδικό ΑΝΤΙ, 30-7-1999

[…] το τρίτο μυθιστόρημα της Μαρίας Γαβαλά αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον, όχι βέβαια εξαιτίας του φύλου της δημιουργού του αλλά επειδή πρόκειται για ένα βιβλίο στοιχειωμένο από τη γυναικεία παρουσία, δίχως ωστόσο η συγγραφέας του να καταφεύγει σε κανένα από τα συνήθη "γυναικεία" στερεότυπα…
Το Παραθαλάσσιο θέρετρο το χειμώνα, παρά τη στιβαρή αφηγηματική οργάνωσή του, αποτελεί πρώτα από όλα ένα μυθιστόρημα αποχρώσεων και λεπτών συναισθημάτων, με κεντρικό θέμα του τη γυναικεία επιθυμία και τις δαιδαλώδεις σχέσεις μάνας – κόρης […]
Η αντρική παρουσία, ακόμη και όταν πρόκειται πρακτικά για απουσία, είναι ένα ακόμη σημείο όπου η Γαβαλά διαφοροποιείται ριζικά από την τρέχουσα ερωτιάρικη πεζογραφία. Οι άντρες είναι υπαρκτοί με σάρκα και οστά, ξυπνούν επιθυμίες και εντάσεις, αλλά είναι ταυτόχρονα και ένας άλλος τόπος προς τον οποίο η γυναίκα θα πρέπει να μετακινηθεί αν θέλει να τους συναντήσει […]
Κώστας Κατσουλάρης
Συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 18-4-1999

[…] Μπορούμε, αβίαστα, να πούμε πως η συγγραφέας καταφέρνει να δώσει και αληθοφάνεια αλλά και πληρότητα και οντότητα σ’ αυτή τη γυναίκα, η οποία μας γίνεται συμπαθής, περισσότερο για τις θέσεις της παρά για τις αντιδράσεις της οι οποίες σχολιάζονται, ποικιλλοτρόπως, από την αντρική κοινότητα του τόπου.
Η δυναμική που αναπτύσσεται στην επαφή της Σοφίας με τη μικρή Λένα, ένα «αλητάκι» που αναζητά «μητέρα» στην προσπάθειά της να ξεφύγει από τα νύχια της ψυχοπαθούς και αλκοολικής γυναίκας που το γέννησε, είναι εξόχως θαυμαστή. Η άτεκνη Σοφία δεν είναι, σε καμιά περίπτωση, διατεθειμένη να δώσει όση αγάπη η μικρή χρειάζεται. Είναι στιγμές που η αντίδρασή της είναι σωστή, ωφέλιμη και κρίσιμη, άλλες φορές το παρακάνει, με αποτέλεσμα η Λένα να μη βρίσκει αυτό που πραγματικά επιθυμεί στα χέρια της. Όλο το (υποτιθέμενο) κομμάτι, που αφορά αυτή την ταύτιση, είναι ένα δοκίμιο ανθρώπινων αντιδράσεων, είναι μια πραγματεία επικοινωνίας ενηλίκων και ανηλίκων, είναι μια μελέτη στις κανονικές συνθήκες και όχι στις αρεστές ή στις άριστες που ένα παιδί και ένας μεγάλος πρέπει να ευδοκιμούν, προκειμένου να συνυπάρξουν. […]
Χρίστος Παπαγεωργίου, κριτικός λογοτεχνίας, ποιητής, Εφημερίδα κυριακάτικη ΑΥΓΗ, 6, Ιουνίου, 1999.


[…] Η Μαρία Γαβαλά και στο τρίτο μυθιστόρημά της Παραθαλάσσιο θέρετρο το χειμώνα ασχολείται με τον γυναικείο ψυχισμό, όπως έκανε και στις ταινίες της. Στα αφηγηματικά της κείμενα, οι ηρωίδες προσπαθούν να επαναπροσδιορίσουν τον χώρο τους και από το νέο τους ορμητήριο να αναψηλαφίσουν τον κόσμο, είτε πρόκειται για ενήλικες γυναίκες είτε για κορίτσια που σκοπεύουν να φύγουν από την πατρική εστία…
Η Γαβαλά γνωρίζει να χειρίζεται με οικονομία και ελλείψεις την δράση, αποφεύγοντας το περιττό […]

Τάσος Γουδέλης
Συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας
Περιοδικό ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, Νο 108

Και στο "Παραθαλάσσιο θέρετρο το χειμώνα" η Μαρία Γαβαλά αναζητά το χαμένο εαυτό της και την αλήθεια σε ένα παμπάλαιο ρημαγμένο σπιτικό. Ξηλώνει πατώματα και υδραυλικά, όπως θα ξερίζωνε κανείς στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή τα βάρη, τις πληγές και τις ενοχές του […]
Τα βασικά προσόντα του βιβλίου: Ύφος κινηματογραφικό (μην ξεχνάμε ότι η συγγραφέας είναι και σκηνοθέτιδα), ολοκληρωμένοι χαρακτήρες και απίθανα ακριβής περιγραφή χώρων.
Θα ακολουθήσετε με την ηρωίδα την ίδια διαδρομή και όσο για τον κήπο και το σπίτι, σίγουρα θα το ζήσετε και θα το περπατήσετε.
Ελένη Γκίκα
Συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. ΕΘΝΟΣ, 14-3-1999

[…] Η Μαρία Γαβαλά -σεναριογράφος, σκηνοθέτης ταινιών μικρού μήκους, ντοκυμανταίρ αλλά και μεγάλου μήκους ταινιών (Περί έρωτος, Το άρωμα της Βιολέτας, Το μαγικό γυαλί) - έχει δημιουργήσει μια καταπληκτική ατμόσφαιρα με τις περιγραφές του χώρου και των ψυχικών καταστάσεων, δυνατή, υποβλητική, ικανή να παρασύρει τον αναγνώστη.
Αγγελική Ξύδη
Δημοσιογράφος
Περιοδικό ΜΕΤΡΟ, Απρίλιος 1999




Στην δροσιά των κήπων μου, Αθήνα Εστία, 2001 Σελ. 429. ISBN: 960-05-0965-4
Η δημιουργικότητα είναι κύριο θέμα για τα μυθιστορηματικά πρόσωπα της "Δροσιάς των Κήπων μου" με κύριο εκφραστή της, την κεντρική ηρωίδα Σοφία Μάχτου, της οποίας αποσπάσματα από το μυθιστόρημα που γράφει, παρατίθενται στο βιβλίο.
Η γραφή της Μαρίας Γαβαλά είναι ιδιαίτερα ασκημένη και ικανή να μεταφέρει με ανάγλυφες περιγραφές τις ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων της.
Στο αποσπασματικό αυτό μυθιστόρημα -στα σύντομα κεφάλαιά του μας δίνονται τμηματικά οι ιστορίες οκτώ προσώπων - οι ζωές των ηρώων τέμνονται και επηρεάζουν τις ζωές των άλλων, είτε με άμεση επαφή είτε μέσω τρίτων. Για όλους σημαντικό ρόλο παίζει κάποιο μακρινό τραύμα που εδράζεται σε μια απροσδιόριστη στιγμή του παρελθόντος τους και που είναι υπεύθυνο για τις μετέπειτα επιλογές τους, την εξέλιξή τους και κυρίως για τις σχέσεις τους με το άλλο φύλο. Με τις συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν των ηρώων μαθαίνουμε τα γεγονότα που συνήθως σχετίζονται με την παιδική τους ηλικία και που ως τέτοια είναι καταλυτική για τις σχέσεις με τους ανθρώπους που συναντούν αργότερα.
Στο σύνολό του το μυθιστόρημα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον κυρίως για το ιδιαίτερα εφευρετικό θέμα της γραφής ενός μυθιστορήματος σε αντιπαραβολή με την καλλιέργεια των κήπων […]
Αργυρώ Μαντόγλου
Δημοσιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, συγγραφέας
Εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 31-8-2001-09-29

[…] Αυτό το βαρύ, σχεδόν πένθιμο κλίμα, γνώριμο μοτίβο και σε προηγούμενα έργα της Γαβαλά, κλίμα ξεχαρβαλωμένων οικογενειών, ανανταπόδοτης αγάπης και «ανέστιων» ανθρώπων, διαχέεται σταδιακά και ισομερώς σ’ όλη την έκταση του βιβλίου. Είναι γεγονός ότι η συγγραφέας επιτυγχάνει θαυμαστή αφηγηματική οικονομία πέρα από κάποια σημεία όπου πλατειάζει υπέρ το δέον και φορτώνει την αφήγηση με ανούσιες περιγραφές και παρεμβάσεις σε δευτερεύουσες θεματικές.
Πάντως αποδεικνύεται τελικά απόλυτα συνεπής όσον αφορά την πρόθεσή της να αναπαραστήσει έναν κόσμο γυάλινο, άλλοτε διαυγή και άλλοτε λερό, κόσμο απρόβλεπτο, αεροστεγή αλλά πάντα επίφοβο στο θρυμματισμό. Η Γαβαλά χρησιμοποιεί μαεστρικά το γυαλί ως σημείο αναφοράς επιβεβαιώνοντας πως διαθέτει πέρα από επινοητικότητα και περίσσεια φαντασίας. Μια φαντασία που ενώ ως επί το πλείστον παρουσιάζεται ζωογόνος και κινητήριος δύναμη για τις εξελίξεις, σε κάποιο σημείο αποτελεί τροχοπέδη για την αφήγηση. Επιπρόσθετα, παράγοντας ανασταλτικός για το ρου του λόγου αποβαίνει σε μερικά σημεία η γλώσσα η οποία βρίθει από εξεζητημένες λέξεις και εκφράσεις με επιμονή επιλεγμένες, που όμως συνθέτουν ένα λόγο στρυφνό και αναποτελεσματικό. Η Μαρία Γαβαλά, όπως και η ηρωίδα της, η Ελένη Ξάνθου, φιλοτεχνεί τους «κήπους» της με πολλή επιμέλεια και ιδέες ενδιαφέρουσες και πρωτότυπες, όμως δεν κατορθώνει να εξαλείψει τα ζιζάνια που αναφύονται σποραδικά, πνίγοντας συχνά το σύνολο∙ ένα σύνολο ευωδιαστό, δροσερό και με τέχνη καλλιεργημένο.
Λίνα Πανταλέων, κριτικός λογοτεχνίας, περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, τεύχος 425, Ιανουάριος 2002

[…] Το βιβλίο Στη δροσιά των κήπων μου είναι ένα ζωντανό και πολυφωνικό μυθιστόρημα, γεμάτο από εμβληματικά πορτρέτα σύγχρονων ανθρώπων. Είναι μια περίτεχνη σύνθεση από πρόσωπα και ιστορίες, μια σειρά από νήματα που υφαίνουν έναν πυκνό ιστό που διακλαδώνεται συγχρονικά όσο και διαχρονικά. Πανταχού παρούσα στις σελίδες του είναι η Αθήνα, πότε ως σύγχρονη μεγαλούπολη και πότε ως τόπος σημαδεμένος από επάλληλες στρώσεις παρελθόντος. […]
Σε αυτή την πόλη, όπου το παρελθόν και η ιστορική μνήμη αναδίνονται από παντού, τα πρόσωπα της Γαβαλά διερευνούν τον δικό τους μικρόκοσμο – γυρεύουν ισορροπίες, αλήθειες, εξιλέωση, τη ζεστασιά του έτερου σώματος. Σε αυτή την πολύβουη, συγκεχυμένη πόλη χαράσσουν τις μοναχικές τους πορείες, σε αναζήτηση της ομορφιάς και του έρωτα. […]
Κώστας Κατσουλάρης, κριτικός λογοτεχνίας, συγγραφέας, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 22/Ιουλίου/2001



Ακραία καιρικά φαινόμενα, Αθήνα, Εστία 2003, σελίδες 455, ISBN: 960-O5-1107-1

Διαδοχή ρεαλισμού και μυθοπλασίας
Αν ανατρέξει κανείς στο παρελθόν, προσπαθώντας να βρει υποστηρίγματα πάνω στα οποία η σκηνοθέτις και συγγραφέας Μαρία Γαβαλά φιλοτεχνεί, εδώ και μια δεκαετία, τα πέντε μέχρι σήμερα μυθιστορήματά της, θα τα ανακαλύψει στα πλαίσια έργων των μεταπολεμικών πεζογράφων, της δεκαετίας όμως του ’70 και του ’80. Η Γαβαλά προσπορίζεται, χωρίς να αντιγράφει, τόσο το πραγματικό γίγνεσθαι, που άλλωστε απ’ όποια οπτική γωνία κι αν το δεις δεν αλλάζει παρά μόνον ιδεολογικά, όσο και τη σαφέστατη μυθοποιητική τάση, η οποία πολλάκις ξεπερνώντας τα όρια της φαντασίας καθίσταται θρίλερ, πανικός, φόβος, εκτρωματικό τέρας∙ έτσι έχουμε στα χέρια μας μια λογοτεχνία, η οποία εισπράττει τον ποιοτικό ιστό του χτες και τον αναπαράγει με εντελώς σύγχρονη εκφορά. Έχουμε δηλαδή διαδοχή (με γνώμονα τα κληροδοτημένα) ρεαλισμού και μυθοπλασίας.
Είναι από τις λίγες φορές (και γι’ αυτό το σημειώνω) που το οπισθόφυλλο ενός βιβλίου δίνει τόσο συμπυκνωμένα και το περιεχόμενο και την εικόνα του, χωρίς να προσθέτει ή να αφαιρεί, χωρίς να προδιαθέτει ή να παραπλανά. Το γεγονός αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί τα μυθιστορήματα της Γαβαλά δεν «μεταφέρονται» από στόμα σε στόμα∙ το αντίθετο, λειτουργώντας ως σπονδυλωτά έργα μόνο μετά την ανάγνωση μπορούν να αναλυθούν. Άρα είναι ηλίου φαεινότερον πως η κριτική σκοπιά τείνει τα σχόλια και τις σκέψεις της καταρχήν σε όσους διάβασαν τα Ακραία καιρικά φαινόμενα, ενώ στη συνέχεια προσπαθεί να ελκύσει καινούριους μύστες. […]
Θα κλείσω το κείμενο με τρόπο σχεδόν κοινωνιολογικό: η Γαβαλά χειρίζεται στα έργα της ένα υλικό που αποδιώχνει κάθε μικροαστική συναισθηματική επαφή μαζί του∙ γίνεται, συγγραφικά, βίαιη και ακραία∙ δείχνει τη ζωή όπως είναι και όχι όπως μερικοί τη φαντάζονται∙ κάνει το Χαλάνδρι το κέντρο του κόσμου∙ πυροβολεί την τηλεόραση για το πλήρες πνευματικό ξεχαρβάλωμα∙ παίρνει θέση για τους μετανάστες, ανθρωπιστική και αντιρατσιστική∙ αντιστέκεται στον νεοπλουτισμό και τα συνακόλουθά του∙ είναι μια βαθιά σκεπτόμενη και φυσικά ολοκληρωμένη γυναίκα συγγραφέας, η οποία έχει λίγους αλλά φανατικούς αναγνώστες. Το γιατί άπτεται της αρμοδιότητάς μας να το ερευνήσουμε, όχι όμως και να το απαντήσουμε.
Χρίστος Παπαγεωργίου, ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας, περιοδικό highlights # 10΄, Μάιος-Ιούνιος 2004



[…] Ακόμα και ένα αδικαιολόγητα ογκώδες (450) σελίδες μυθιστόρημα δεν μπορεί να αντέξει το βάρος τόσο ετερόκλιτων και κραυγαλέων στοιχείων. Η Μ. Γαβαλά ξεφορτώνει στις σελίδες της απίστευτες ποσότητες παραφροσύνης, βιαιοπραγιών, σωματικών και ψυχικών, πολλαπλές περιπτώσεις θυμάτων της κοινωνικής απρονοησίας και τραγελαφικούς αστούς, υποχείρια των νευρώσεων και των εμμονών τους. Η συνταγή μοιάζει προκαθορισμένη: μυστήριο σε υπολογισμένες δόσεις για τη συνεχή εγρήγορση του αναγνώστη, αποσιωπημένα δράματα που φωτίζονται σταδιακά για να φτάσουν την τραγική κορύφωσή τους, ανεξιχνίαστοι ήρωες, λυγισμένοι από αδιανόητα άχθη και ανεπούλωτα άλγη με υπερβολικές, ανήκουστες συχνά αντιδράσεις, σεξουαλικά απωθημένα που καταλήγουν όργια και όλα αυτά σερβιρισμένα με μια στρωτή γλώσσα, γαρνιρισμένη με ποιητικούς χρωματισμούς, φροντισμένη επιτήδεια ώστε οι σελίδες να καταναλώνονται με αμείωτο ρυθμό.
Δεν είναι ευτελή τα υλικά. Η χρήση τους και ιδίως ο πλεονασμός τα αδικεί. Η Μ. Γαβαλά διαθέτει αναμφίβολα συγγραφικές ικανότητες, τόσες μάλιστα που θα μπορούσε με δυο δυνατά πρόσωπα, όπως η φευγάτη Λεία και ο απαρηγόρητος, αποστομωμένος από τον πόνο άστεγος, να χτίσει ένα στιβαρό και συγκροτημένο μυθοπλαστικό πλαίσιο. Φαίνεται όμως, όπως συμβαίνει στα πονήματα της πλειονότητας των σημερινών πεζογράφων, στο βιβλίο της Μ. Γαβαλά επικράτησε η λογική του εύκολου εντυπωσιασμού, της πλουσιότατης σε σημείο παραζάλης και διαρκώς εναλλασσόμενης πλοκής, της αβασάνιστης και παιδαριώδους κοινωνικής καταγγελίας, των πληκτικών κλαψουρισμάτων, του απελπιστικά παρωχημένου αλλά παραδόξως ελκυστικού σχήματος των πωρωμένων και συνάμα καταρρακωμένων ψυχολογικά πλουσίων από τη μια και των κακόπαθων μειονοτήτων από την άλλη, προσώπων που λόγω της ψυχικής ανισορροπίας τους νομιμοποιούνται να δρουν ασύδοτα και ανεξέλεγκτα σαν ξεκουρδισμένα αυτόματα. Όση φαντασία ή ανοχή κι αν επιστρατεύσω φοβάμαι ότι δεν μπορώ να δεχτώ ότι όλα τα προαναφερθέντα συνιστούν τη λογοτεχνική αναπαράσταση της όντως δύσκολης, παρανοϊκής, φρενιτιώδους, θλιβερής, αλλά και παραγνωρισμένα ενδιαφέρουσας και οπωσδήποτε όμορφης εποχής μας.

Λίνα Πανταλέων, κριτικός λογοτεχνίας, περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, Απρίλιος 2004.


Αναζητώντας τη χαμένη έμπνευση
Μια τοιχογραφία του σύγχρονου αθηναϊκού «εργοταξίου»

[…] Πλήθος άλλων ιστοριών και προσώπων εμφανίζονται, που κάποτε καταλήγουν να σχετίζονται με τα κεντρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος. Όλες οι ανθρώπινες σκιές αποκτούν στο τέλος υπόσταση καθώς το αίνιγμα της παρουσίας τους ή της απουσίας τους επιλύεται, κάποτε μέσα από απρόσμενες αποκαλύψεις που έρχονται στην επιφάνεια ύστερα από τραγικά συλλογικά γεγονότα, τρομοκρατικά χτυπήματα, ή άγρια φυσικά φαινόμενα, και αβίαστα λύνεται ο γρίφος κάποιων ανεξιχνίαστων μέχρι τότε εξαφανίσεων και απωλειών.
Όπως η ζωγράφος αναζητά το αποκλίνον για να εμπνευστεί, έτσι και η συγγραφέας, μέσα από τη συλλογή παράδοξων και ακραίων στιγμιοτύπων, δημιουργεί μια τοιχογραφία αποκλίσεων για να σατιρίσει τα κακώς αλλά και περιέργως κείμενα της ελληνικής πραγματικότητας, σχολιάζοντας την υπεροψία και το ρατσισμό των νεοελλήνων και ό,τι «ξεφεύγει», στο γενικότερο χάρτη της ασάφειας του τοπίου όπου κατοικούμε.
Σε κάποια σημεία, όμως, δεν αποφεύγει την επί μακρόν ανάλυση των ιδεολογικών θέσεων και των αισθητικών αναζητήσεων και χαρακτήρων και αυτό δρα ανασταλτικά, ιδιαίτερα τη στιγμή που ο αναγνώστης έχει προετοιμαστεί και περιμένει την επικείμενη δράση.
Αν η συγγραφέας παρέλειπε αυτή τη διεξοδική ανάλυση, η πολύμορφη και πολυπρόσωπη αφήγηση θα διέθετε έναν γρηγορότερο ρυθμό και ταυτόχρονα θα αναδεικνυόταν το πλήθος των ευφυών ευρημάτων και επινοητικών ανατροπών, που συχνά χάνονται μέσα στην ομφαλοσκοπία των κινήτρων και στην περιγραφή των συναισθηματικών αναστολών των χαρακτήρων της.

Αργυρώ Μαντόγλου, συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας, Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας, 284, Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2003


Ένας «καθρέφτης» της εποχής μας

[…] Το βιβλίο αρχίζει και τελειώνει με το βάσανο της ζωγραφικής. Το νόημα στη ζωή της ηρωίδας που της χαρίζει ζωή αλλά και νηφαλιότητα. Εάν η εποχή μας χαρακτηρίζεται καταθλιπτική από την παντελή έλλειψη του νοήματος, εν τοιαύτη περιπτώσει, μονάχα το προσωπικό μας όραμα και νόημα θα μπορούσε, τελικά, να μας σώσει. Τα προσόντα του βιβλίου, πάρα πολλά: η αρχιτεκτονική δομή. Οι ζωντανοί, αναγνωρίσιμοι αν και συχνά ακραίοι χαρακτήρες. Η ατμόσφαιρα που κερδίζει σε βάθος αλλά και εικόνα. Ο χώρος έτσι όπως προβάλλεται, προσωποποιείται και πρωταγωνιστεί. Ακόμα κι εκείνη εκεί η εγκαταλελειμμένη και ξεχαρβαλωμένη μοτοσικλέτα, με έντονα τα σημάδια αναπηρίας, σύμβολο κίνησης, ανεξαρτησίας και φυγής. Ακόμα κι αυτά «τα ακραία καιρικά φαινόμενα», εντελώς εσωτερικής φύσης και λειτουργίας, τελικά. Διότι το τοπίο, μέσα σε αυτές τις ακραίες καιρικές συνθήκες, γίνεται η σκηνή επάνω στην οποία θα ξετυλιχτούν ευκολότερα οι τρικυμίες των ανθρώπινων ψυχών. Ένα βιβλίο όπως η εποχή μας και η ψυχολογία μας, σαν κινούμενη άμμος. Όλα αλλάζουν τριγύρω, τελικά. Μαζί κι εμείς, αναζητώντας ένα κομμάτι σταθερό για την ψυχή και την «κοινή λογική» μας. Ο πιο καλός καθρέφτης ενδεχομένως της εποχής. Και το καλύτερο μυθιστόρημα της συγγραφέως του.

Ελένη Γκίκα, συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας, εφημερίδα Το Έθνος της Κυριακής, 7/3/2004





Τα κορίτσια της πλατείας, Αθήνα, Πόλις, σελίδες 353, ISBN: 960-435-096-X

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΩΡΙΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗ
ΔΕΥΤΕΡΑ, 24 ΜΑΡΤΙΟΣ 2008

Στο έκτο βιβλίο της η Μαρία Γαβαλά μάς μεταφέρει στην ατμόσφαιρα της Αθήνας των Ολυμπιακών αγώνων. Σε σχέση με την πρώτη της πεζογραφική δουλειά με τίτλο Η υπηρέτρια των αγγέλων, Τα κορίτσια της πλατείας διαθέτουν μια σχετική θεματική πρωτοτυπία που μάλλον οφείλεται στην συγγραφική της ωρίμανση. Δεν εγκαταλείπει βέβαια τις εμμονές της, οι οποίες είναι παρούσες και σ' αυτό το βιβλίο όπως και στο προηγούμενό της, Ακραία καιρικά φαινόμενα. Έχει την τάση να δίνει πνοή σε άψυχα αντικείμενα, τα οποία επηρεάζουν τις ζωές των ηρώων της: το περίφημο αμυγδαλέλαιο, που φαίνεται να έχει καταπραϋντικές ιδιότητες, και το Μπαλά, ένα μαξιλαράκι με περίεργο περιεχόμενο, που η κάτοχός του, αγγίζοντάς το, ηρεμεί. Αξιοπρόσεχτη είναι και η τάση της να προτιμά την Αθήνα ως χώρο στον οποίο διαδραματίζονται οι ιστορίες της. Τα κορίτσια της πλατείας είναι το τρίτο κατά σειρά βιβλίο της στο οποίο βλέπουμε να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Τα περισσότερα γεγονότα εκτυλίσσονται σε μια πλατεία στο κέντρο της Αθήνας, δημιούργημα της φαντασίας της συγγραφέως, η οποία δεν έχει καν όνομα. Ο καθένας, όταν αναφέρεται σ’ αυτήν, την ονομάζει όπως θέλει. Eπίσης, το χρονικό πλαίσιο των Ολυμπιακών αγώνων είναι το ίδιο μ' αυτό του προηγούμενου βιβλίου της.
Με φόντο λοιπόν την Αθήνα των Ολυμπιακών αγώνων οι ζωές των τεσσάρων ηρώων της Μ. Γαβαλά, τελείως διαφορετικές μεταξύ τους, συνδέονται με περίεργο τρόπο. Οι τέσσερις αυτoί χαρακτήρες, χωρίς να το καταλάβουν, βρίσκονται μπλεγμένοι στις προσπάθειες της αστυνομίας να ανακαλύψει έναν στυγερό εγκληματία.
Η Μ. Γαβαλά χρησιμοποιεί άριστα τις σκηνοθετικές της γνώσεις (έχει σκηνοθετήσει διάφορες ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους) σε πολλά σημεία, δημιουργώντας την αίσθηση πως κρατάει μία κάμερα και εστιάζει σε σημεία που της τραβάνε την προσοχή. Μ' αυτόν τον τρόπο καταφέρνει να δώσει ζωηρές περιγραφές, το κλίμα και την ατμόσφαιρα της πόλης, χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη.

Ένα μωσαϊκό διαφορετικών χαρακτήρων

Η συγγραφέας χωρίζει το μυθιστόρημά της σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος δίνει τον τίτλο "Οι αλαφροΐσκιωτοι" και συστήνει στον αναγνώστη τούς τέσσερις πρώτους ήρωές της. Φαίνεται πως επέλεξε με μεγάλη προσοχή τους χαρακτήρες, αφού ο καθένας αποτελεί μια τυπική μορφή του ανθρώπου που αντιπροσωπεύει. Δίνει χονδρικά ένα φάσμα με τις περισσότερες ανθρώπινες προσωπικότητες της σύγχρονης κοινωνίας. Μια ρομαντική σκιτσογράφος, απογοητευμένη απ' το γάμο της και γενικότερα απ' τη ζωή της, παρατάει τη μόνιμη δουλειά της καταλήγοντας να κάθεται σε μια γωνιά του μετρό και να ζωγραφίζει τους περαστικούς ή ό,τι άλλο της κάνει εντύπωση. Ο σύζυγός της είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας (που έχει ωστόσο τις ιδιαιτερότητές του, αφού είναι ένας ηχολήπτης με πάθος για κάθε είδους ακουστικό ερέθισμα), ο οποίος υποψιάζεται πως η γυναίκα του, που τόσο λατρεύει, τον απατά. Μια μελαμψή γυναίκα από την Μαρτινίκα, η οποία είναι κλασική περίπτωση ανθρώπου του περιθωρίου, περιπλανιέται στην Αθήνα προσπαθώντας να επιβιώσει είτε κλέβοντας πορτοφόλια, είτε χορεύοντας στους δρόμους. Ένας αστυνομικός χωρίς προσωπική ζωή, που έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός δημοσίου υπαλλήλου, προκειμένου να ενεργήσει εν ονόματι του δικαίου, καταφεύγει σε παράνομες πράξεις, όπως ο εκβιασμός, αφού έχει εξαντλήσει κάθε θεμιτό μέσο. Οι ζωές των τεσσάρων αυτών χαρακτήρων συνδέονται και οι ήρωες καταλήγουν να γίνουν μία ιδιότυπη παρέα.
Στο δεύτερο μέρος, με τίτλο "…και ο φονιάς", παρουσιάζεται ο πέμπτος ήρωας, ο οποίος ραδιουργεί εναντίον όλων και μισεί οτιδήποτε και οποιονδήποτε του φέρνει στο νου τη μητέρα του. Ο ρόλος του είναι καθοριστικός στις ζωές των περισσότερων ηρώων: στην προσπάθειά τους να ανακαλύψουν πού κρύβεται και να τον παγιδέψουν, παίρνουν κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον τους.
Κανένας δεν είναι ευχαριστημένος απ' τη ζωή του, την αδυσώπητη καθημερινότητά του. Μερικοί απ' αυτούς δεν κάνουν τίποτα γι' αυτό εθελοτυφλώντας, φοβούμενοι την αλλαγή, ενώ κάποιοι είναι αποφασισμένοι να ξεφύγουν με οποιοδήποτε τίμημα. Σε πολλά σημεία η συγγραφέας δίνει έμφαση στις εσωτερικές τους αμφιταλαντεύσεις με γλαφυρό τρόπο, επιδιώκοντας να δώσει νόημα στις έννοιες της αγωνίας και του αγώνα της ζωής. Αυτό αποτελεί άλλωστε και το βασικό της εγχείρημα. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος που φέρει τον τίτλο "Το ποίημα της πόλης", έχουμε τις ζωές όλων των ηρώων και τις σχέσεις μεταξύ τους όπως εν τέλει διαμορφώθηκαν, καθώς και την εικόνα της Αθήνας μετά τους Ολυμπιακούς αγώνες.

Ένα μυθιστόρημα που δεν εντάσσεται σε κατηγορίες

Τα κορίτσια της πλατείας αναπαριστούν τη σύγχρονη πραγματικότητα με τις διακυμάνσεις της, τις ανησυχίες της, τα προβλήματα και τους προβληματισμούς της. Μια πραγματικότητα που παρουσιάζεται όπως ακριβώς είναι, χωρίς να εγκωμιάζεται ή να ψέγεται. Σε αρκετά σημεία βέβαια, η Μ. Γαβαλά γίνεται ιδιαίτερα σαρκαστική με τους θεσμούς της κοινωνίας και κυρίως με την αστυνομία, αφήνοντας καυστικούς υπαινιγμούς για την ανικανότητά της και τη δράση της. Το χιούμορ, άλλοτε σπαρταριστό και άλλοτε προκαλώντας ένα απλό μειδίασμα, είναι διάχυτο σ' όλο το μυθιστόρημα και συχνά εμπεριέχει δόσεις ειρωνείας. Υπάρχει ακόμα η ομοφυλοφιλική συνεύρεση των δύο ηρωΐδων. Εντούτοις δύσκολα αυτό το στοιχείο θα μπορούσε να εντάξει το μυθιστόρημα στα βιβλία με ομοφυλοφιλικό περιεχόμενο. Γενικά είναι εμφανής η άρνηση της συγγραφέως να ενταχθεί το βιβλίο της σε κάποια κατηγορία. Και παρά το γεγονός ότι υπάρχουν χιουμοριστικά, καυστικά, ερωτικά και αστυνομικά στοιχεία, Τα κορίτσια της πλατείας δεν επιδέχονται καμία τέτοια ταμπέλα. Είναι ένα μυθιστόρημα που δίνει εύστοχα νοήματα χωρίς βαρύγδουπες εκφράσεις. Η Μ. Γαβαλά επιλέγει να γράψει σε απλή γλώσσα, χρησιμοποιώντας την αργκό με φειδώ. Αποφεύγει να φορτώσει το λόγο της με περιττά στολίδια που θα κουράσουν τον αναγνώστη. Υπό το πρίσμα των εξελίξεων μιας Αθήνας πότε ασπρόμαυρης και πότε πολύχρωμης, φωτίζει τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων της. Παρόλο που και οι πέντε ήρωες βρίσκονται συνεχώς σε αδιέξοδο, η συγγραφέας αντιστέκεται έντεχνα σ' οτιδήποτε θα καθιστούσε το έργο της μελοδραματικό. Αποφασίζει να δώσει στην ιστορία της έναν επίλογο σχετικά αισιόδοξο και ρεαλιστικό. Μ' αυτόν τον τρόπο ικανοποιεί τις προσδοκίες του αναγνώστη. Είναι εν τέλει ένα μυθιστόρημα υπερβολικό σε κάποια σημεία (οι ήρωες ενίοτε θυμίζουν καρικατούρες), που όμως κανένα απ' αυτά δεν το εμποδίζει να αποτελέσει ένα συμπαθητικό και ευχάριστο ανάγνωσμα.

Μαρία Άρχων
FOITORIO, Βιβλιόφιλοι φοιτητές του Πανεπιστημίου Κρήτης στο πλαίσιο σεμιναρίου με την Αγγέλα Καστρινάκη. Επιμέλεια Κέλη Δασκαλά.


Στο τελευταίο μυθιστόρημα της Μαρίας Γαβαλά, «Τα κορίτσια της πλατείας», έχουμε ένα ταξίδι στις γειτονιές της Αθήνας, όπου ο χρόνος έχει σταματήσει δια παντός, όπου η ζωή δεν εξελίσσεται και απλώς συνεχίζει. Μέσα από τη μικρή ιστορία των ηρώων τού μυθιστορήματος αυτού, ξετυλίγεται ένα κουβάρι, καλά οργανωμένο βέβαια, σύγχρονων ανθρώπων που θέλουν επιτέλους να αλλάξουν ταυτότητα. Να καταστρέψουν την παλιά ζωή χτίζοντας, πάλι σε σαθρά θεμέλια, μια νέα.
Πού οδηγεί όμως αυτό;
Δύο είναι οι κυρίαρχες ηρωίδες του βιβλίου της Γαβαλά: η Λιλή και η Ζοέλ. Η πρώτη μόλις έχει παραιτηθεί από την εργασία της σε μια χαρτογραφική υπηρεσία του δημοσίου (μήνας μπαίνει-μήνας βγαίνει) και, για να ζήσει, διεκδικεί την αμοιβή της από τον εκδότη ενός περιοδικού για ένα άρθρο που έχει δημοσιεύσει προ μηνών και ο οποίος την αποφεύγει επισταμένως. Η δεύτερη, πλανόδια χορεύτρια από τη Μαρτινίκα, με μάλλον μυστήριο παρελθόν που την οδήγησε στο να «αυτοεξοριστεί», προσπαθεί να τα βγάλει πέρα χορεύοντας στο δρόμο, ξαφρίζοντας πορτοφόλια και κάνοντας που και που το «βαποράκι».
Η γνωριμία τους έμελλε να είναι καθοριστική και για τις δύο. Συνεργάζονται στο δρόμο, η μία ζωγραφίζοντας πορτρέτα περαστικών και η άλλη εξακολουθώντας να χορεύει. Ξεκινούν έτσι μια από κοινού ζωή, ένα σύνδεσμο δυνατό, ωστόσο πρόσκαιρο, που φτάνει στο σημείο της σεξουαλικής επαφής.
Από την άλλη, υπάρχουν τρία ακόμα πρόσωπα που θα τα χαρακτήριζε κανείς πρωτοδευτερεύοντα. Ένας κουρασμένος αστυνόμος, ο Μιλτιάδης Τουμπής, που βοηθά κατά παράδοξο και αθέμιτο τρόπο τη Λιλή να πάρει τα χρήματά της πίσω και που έχει βάλει σκοπό της ζωής του να βγει στη σύνταξη και να περνά το χρόνο του χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα. Ένας αστυνόμος, στην κρίση της μέσης ηλικίας, που συνειδητοποιεί αργά ότι έχει πάρει τη ζωή του λάθος.
Στη συνέχεια, ο Δώρος, ο ηχολήπτης σύζυγος της Λιλής, που θα ήθελε να είναι σκηνοθέτης. Ένας χαρακτήρας με την ιδιαίτερη ικανότητα να συλλαμβάνει ανεπαίσθητους ήχους και που προσπαθεί να ξετρυπώσει, την κατάλληλη στιγμή, από πού προέρχεται η κραυγή μιας γυναίκας.
Τέλος, ένας παρανοϊκός δολοφόνος, ο Ασημάκης Μπεκίνος, δραπέτης των φυλακών Κορυδαλλού που σκοτώνει αδιακρίτως όποιον μπαίνει στο διάβα του, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά το να βυσσοδομεί εναντίον σύνολης της κοινωνίας.
Όλοι οι χαρακτήρες βάζουν το λιθαράκι τους στην προσπάθεια σύλληψης του τελευταίου, κάτι που συμβαίνει θεαματικά και απόλυτα κινηματογραφικά, καθόσον το μυθιστόρημα οδεύει προς την ολοκλήρωσή του. Εκεί τίθεται στον αναγνώστη το ερώτημα της αξίας της αλλαγής ταυτότητας των ηρώων, το κατά πόσον τελικά ο διαρκής αγώνας να γίνουμε κάτι άλλο φέρνει το επιθυμητό και εξιδανικευμένο αποτέλεσμα.
Το μυθιστόρημα της Γαβαλά είναι μια κατάθεση δημιουργημένη με κινηματογραφικά υλικά, με εικονολογική δομή και εξέλιξη –η Γαβαλά άλλωστε έχει διακριθεί και ως σκηνοθέτις. Πραγματεύεται τις αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου για να γίνει αυτό που δεν είναι, για να κατακτήσει και να πραγματώσει τα όνειρα που –χάριν της επιβίωσης και μόνο- κατέπνιξε στο πέρασμα των χρόνων.
Παντού, σε όλους τους ήρωες των «Κοριτσιών της πλατείας» ο αναγνώστης διαπιστώνει την αποτυχία, τις λανθασμένες επιλογές, την καταπίεση –ενδογενή και εξωγενή συνάμα- που νιώθουν. Μαζί με όλα αυτά, υπάρχει παράλληλα και ο συνεχής αγώνας, χωρίς έρεισμα στο πραγματικό, των ίδιων ηρώων να μεταβάλουν τις ζωές τους και να μπουν επιτέλους στον προσωπικό τους παράδεισο.
Στο background υπάρχει η προολυμπιακή Αθήνα. Εδώ εντόπισα ότι το μυθιστόρημα χωλαίνει. Η επιλογή των «ου-τόπων» της πρωτεύουσας, η περιγραφή σημείων της πόλης και η απόδοση των εξελίξεών της κάνουν τον αναγνώστη να μεταφέρεται σε μια Αθήνα που έχει παρέλθει προ πολλού. Διαβάζοντας, είχα την αίσθηση σε πολλά σημεία ότι το μυθιστόρημα αναφέρεται σε παρελθούσες δεκαετίες, σε γεγονότα που δεν αφορούν το παρόν. Σκέφτηκα την ίδια στιγμή βέβαια ότι η συγγραφέας είχε κατά νου να δώσει μια Αθήνα του παραμυθιού και του ονείρου, χωρίς ωστόσο τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Ωστόσο, το μυθιστόρημα της Γαβαλά παραμένει ξεκάθαρα λογοτεχνικό, με όλες τις πασιφανείς κινηματογραφικές της επιρροές: λόγος σαφής και ρέων, δομή σφιχτή χωρίς να πλατειάζει, καλά συγκροτημένοι και ολοκληρωμένοι ήρωες και πάνω απ’ όλα η αφήγηση. Στο κέντρο του μυθιστορήματος υπάρχει η ιστορία. Από εκεί αρχίζουν και εκεί καταλήγουν όλα.
Και κάπου αλλού: στην επιβεβαίωση του αιώνιου κανόνα πως πάντοτε θαυμάζουμε αυτό που δεν έχουμε ή που δεν κάνουμε, και όταν το αποκτήσουμε, θέλουμε κάτι άλλο και αυτός ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται εις το διηνεκές με ένα και μόνο τέλος. Πάντοτε το ίδιο…
athinakisdimitris.wordpress.com/tag/μαρία-γαβαλά
Diavazo.blogspot.com/2007/03/20-2006

Ένα μυθιστόρημα που αναλαμβάνει να κάνει τα οδυνηρά και αβάσταχτα, εν τέλει, περαστικά, με θεραπευτική και συγγραφική γάζα το χιούμορ. Ένα χιούμορ οργισμένο και ανατρεπτικό, που σε κάνει να κρατάς το στομάχι απ’ τα γέλια εκεί που εγκυμονεί ο λυγμός. […]
Ελένη Γκίκα, Συγγραφέας-κριτικός λογοτεχνίας, Εφημερίδα Έθνος, 6-12 Αυγούστου 2006.

[…] Έχοντας διατρέξει ολόκληρο το έργο της Γαβαλά και έχοντας γράψει επανειλημμένως γι’ αυτό, θεωρώ πως Τα κορίτσια της πλατείας δεν ήταν η πιο ευνοϊκή, για την ποιότητά της, στιγμή. Αν και εκείνο που ενοχλεί περισσότερο στη Γαβαλά, για τους μυημένους, είναι η ενασχόλησή της και η προσπάθειά της να φέρει στην επιφάνεια το περιθώριο.

Χρήστος Παπαγεωργίου, ποιητής-κριτικός, Η κυριακάτικη ΑΥΓΗ, 14/5/2006


[…] Το μυθιστόρημα δυσκολεύεται πολύ να βρει το ρυθμό του. Η αφήγηση άλλοτε λιμνάζει σε εξαντλητικές περιγραφές του αθηναϊκού τοπίου, το οποίο, όπως σε όλα τα βιβλία της Γαβαλά, προβάλλει σαν ένα αποκαρδιωτικό, απέραντο εργοτάξιο με άσβεστο φάρο τον Παρθενώνα, και άλλοτε δολιχοδρομεί στα ενδότερα των πρωταγωνιστών. Τη μονοτονία της αφηγηματικής ροής διαταράσσουν σκηνές-πυροτεχνήματα απίστευτου παραλογισμού, οι οποίες ούτε εισάγονται με τη δέουσα προετοιμασία ούτε παρουσιάζουν κάποια εκμεταλλεύσιμη προοπτική. Εν ολίγοις, απουσιάζει η κατάλληλη δραματουργική οργάνωση που θα στήριζε τις παρεκτροπές των χαρακτήρων. […]

Λίνα Πανταλέων, κριτικός, Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, 409, 23 Ιουνίου 2006


[…] Ωστόσο, το κυριότερο στοιχείο που αναδεικνύεται μέσα από τη γραφή της είναι ο χώρος ή μάλλον οι χώροι μέσα στους οποίους κινούνται τα πρόσωπα, τα περάσματά τους, αλλά και οι μετακινήσεις τους από τόπο σε τόπο. Μια ενδιαφέρουσα γραφή που φανερώνει τη σχέση της Μ.Γ. με τον κινηματογράφο αλλά και την εμμονή της στην αποτύπωση της ρευστότητας γύρω μας και μέσα μας.

Ο χαρτοκόπτης, Αντί, τεύχος 866, 7 Απριλίου 2006

















desktop support technician